À la suite - ορισμός. Τι είναι το À la suite
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι À la suite - ορισμός


À la suite         
  • [[Field marshal]] [[August von Mackensen]] wearing à la suite the uniform of the 1st Life Hussars Regiment of the [[Prussian Army]].
HONORIFIC OFFICER APPOINTMENT IN GERMAN ARMIES
General à la Suite; A la suite; À la Suite
À la suite (, in the entourage [of]) was a military title given to those who were allotted to the army or a particular unit for honour's sake,BROCKHAUS, Die Enzyklopädie in 24 Bänden (1796–2001), A-AP Band 1: , p. 316, definition: à la suit and entitled to wear a regimental uniform but otherwise had no official position.
À la poupée         
  • The whole print]].  There is also a light black or grey wash, seen on Psyche's hair.</ref>
  • [[Mary Cassatt]], ''The Fitting'', 1890, [[drypoint]] and [[aquatint]], inked à la poupée by the artist herself.
  • [[Elisha Kirkall]], ''Heroic Stormy Landscape'', [[mezzotint]] and [[etching]] printed à la poupée in two colours, after [[Jan van Huysum]], 1724
MAKING COLOUR PRINTS WITH BALLS OF CLOTH
A la poupee; A la poupée; À la poupeé
À la poupée is a largely historic intaglio printmaking technique for making colour prints by applying different ink colours to a single printing plate using ball-shaped wads of cloth, one for each colour. The paper has just one run through the press, but the inking needs to be carefully re-done after each impression is printed.
a la carte         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
A la Carte; A La Carte (album); A la carte (disambiguation); A la Carte (album); A La Carte
[?: l?:'k?:t, a la]
¦ adjective (of a menu) listing food that can be ordered as separate items, rather than part of a set meal.
Origin
C19: Fr., lit. 'according to the (menu) card'.